ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας

Ερωτικές επιστολές Πορτογαλίδας μοναχής

Μαριάνα Αλκοφοράντο

θεατρικό αναλόγιο-σπουδή ηθοποιών

Δημοτικό Θέατρο Απόλλων

28.11 > 29.12

Τα γραμμένα φιλιά δεν φτάνουν ποτέ στον προορισμό τους.
Φραντς Κάφκα

Περί θεατρικού αναλογίου

Αρκετοί είναι  εκείνοι που θεωρούν το ρολό που παίζει, τα τελευταία χρονιά, ο μυθιστορηματικός λόγος σε διάφορες σκηνικές αναζητήσεις, τη δραματουργική διερεύνηση κείμενων μη θεατρικών, ή ακόμα και αυτή την επίμονη στροφή της θεατρικής Ευρώπης στα κλασσικά έργα, σαν απλό σύμπτωμα ένδειας συγχρόνου  ρεπερτορίου. Μολονότι η προσφυγή αυτή σε  μη - θεατρικά   κείμενα συνιστά ένα «προς το παρόν» των θεατρικών πραγμάτων – μια και τα πάντα στο θέατρο μετατοπίζονται συνεχώς – γεγονός παραμένει ότι μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες αιχμές στην σκηνική πρακτική των τελευταίων ετών, αφορούν κείμενα μη θεατρικά. Αναφέρουμε ενδεικτικά: Τσερλίνε, σε σκηνοθεσία Κλάους-Μίχαελ  Γκρύμπερ με την Ζαν  Μορώ, που αφορά στο πέμπτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος του Χέρμαν Μπροχ Οι Αθώοι. Ορλάντο, από το ομώνυμο μυθιστόρημα της Βιρτζίνια Γουλφ, σε  σκηνοθεσία  Μπομπ Ουίλσον με την Γιούτα Λάμπε. Ο Βράχος, ο Χερσότοπος και η βιβλιοθήκη  σε σκηνοθεσία Ζουρντέιγ πάνω σε κείμενα του Μονταίνιου.

Άκρως ενδιαφέροντα σκηνικά επιτεύγματα πάνω σ’ ένα λόγο δεδομένα μη θεατρικό (μυθιστόρημα, αφήγημα, δοκίμιο, ακόμα και φιλοσοφική ρήση …) αξιόλογα  τόσο για την ακτινοβολία του αποτελέσματος όσο, και αυτό είναι το ενδιαφέρον, γιατί ο λόγος αυτό δεν παραχαράζεται, δεν παραποιείται, αλλά παραμένει  μη -θεατρικός, εφόσον δεν πρόκειται για «θεατρικές διασκευές» όπως στην περίπτωση των μυθιστορημάτων του Ντοστογιέβσκι για παράδειγμα ή ορισμένων διηγημάτων του Τσέχωφ.Το κείμενο διατηρεί τον «χαρακτήρα» του σαν είδος λογού, την σύνταξη του, τον «βηματισμό» του, στην αναζήτηση της καλύτερης, της αποτελεσματικότερης, δυνατόν, σκηνικής του μορφής, Το «αφηγηματικό», το μυθιστορηματικό αντιμετωπίζεται ωσάν να μην ήταν διάφορο του θεάτρου, αλλά μια από τις δυνατές διαστάσεις του.

Αυτή η ανάγκη επαναφοράς του μυθιστορηματικού στο θέατρο, αυτή η προσφυγή σε εξωγενή κείμενα , με ποιότητες από τις οποίες το θέατρο του εικοστού αιώνα είχε, κατά μερικούς, απερίσκεπτα, απογυμνωθεί, οφείλεται άραγε σε μια νοσταλγία γι’ αυτές τις ποιότητες, που σήμερα τις εισπράττουμε σαν απώλεια, καθώς ο αιώνας μας γνώρισε στην τέχνη πολλές πρωτοπορίες με «στερητικό σύνδρομο», με τον σύνδρομο του «χωρίς»; Ζωγραφική χωρίς απεικόνιση, ποίηση, χωρίς ανέκδοτο θέμα, κινηματογράφος  χωρίς θεατρικότητα, αρχιτεκτονική χωρίς διάκοσμο; Σε νοσταλγία για την απολεσθείσα γοητεία του ακούσματος, τη χαμένη τιμή του λογού; Αποτελεί εξέγερση στην δυναστεία της εικόνας, της όψης, αντίδραση στα στρωματά «αισθητικής μασκαράτας» με τα οποία σαβανώθηκαν συχνά, θεατρικά κείμενα ολκής; Διαμαρτυρία στην αφασία και αλαλιά που μας διακατέχει, με μια επιστροφή στην, «λογοτεχνία»; Στους ειδικούς μελετητές και τους θεωρητικούς να εξιχνιάσουν το φαινόμενο κι να αναλύσουν τα συμπτώματα;   

Εμείς, σαν πρακτικοί, πιστεύομε ότι ακόμα και ως παρέκκλιση, ή ακριβώς γι’ αυτό, πολλά τα ενδιαφέροντα και πολλά τα οφέλη από το θεατρικό αναλόγιο, όπως συνηθίσαμε να το ονομάζουμε (αυθαίρετα κάποτε) μια και έτσι παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Διεθνές Φεστιβάλ της Πάτρας, το 1987. Πέρα από την περιέργεια –ένα καθ’ όλα δημιουργικό κίνητρο – και την γοητεία της εξερεύνησης αγνώστου εδάφους, το Θεατρικό Αναλόγιο, οντάς στα όρια της θεατρικής πράξης, στην  κόψη ενός ορίου, πολύ κοντά σε μια πτώση, (επειδή λίγο πιο εδώ, λίγο πιο εκεί, μπορεί να μην είναι τίποτα άλλο από θέατρο ραδιοφώνου), υπαγορεύει στον ηθοποιό μια σειρά γοητευτικών, ερεθιστικών ερωτημάτων, οδηγώντας τον σε μια εκ νέου διερεύνηση των δυνατών σχέσεων της υποκριτικής με το λόγο, του είδους των εξαρτήσεων της υποκριτικής από το κείμενο .

Παίζω το κείμενο, παίζω με το κείμενο, λέω το κείμενο, μιλώ το κείμενο;  Παίζω εκείνο που γεννά το κείμενο, εκείνο που μου προκαλεί το κείμενο, παίζω το υπο-κειμενο, αισθάνομαι και ταυτόχρονα αφηγούμαι αυτό που αισθάνομαι; Πώς παντρεύονται θεατρικά ο σκηνικός ενεστώς με τον παρατατικό λόγο, όταν καταπιάνομαι με κείμενα μνήμης; Ποιος είναι ο χρόνος του «μυθιστορηματικού» λογού – συχνά «μονόλογος» - σε σχέση με τον χρόνο του θεατρικού λογού – διάλογος κατεξοχήν;

Και, εντέλει, τι είναι θέατρο και θεατρικότητα, όχι μόνο για τον ηθοποιό του θεάτρου, αλλά και για τον συγγραφέα του θεάτρου;

ΜΑΓΙΑ ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΥ